- ἔκθυμα
- ἔκθῡμα, ατος, τό, (ἐκθύω II)A pustule, Hp.Epid.3.7 (pl.), al.II (ἐκθύω I) expiatory sacrifice, Arist.Ath.54.6(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έκθυμα — Μολυσματική πάθηση του δέρματος, η οποία προκαλείται από στρεπτόκοκκους και προσβάλλει συνήθως εξασθενημένους οργανισμούς. Το έ. εντοπίζεται κυρίως στις κνήμες και εκδηλώνεται, αρχικά, με τη δημιουργία μίας φυσαλίδας, με πυώδες ή πυσαιματηρό… … Dictionary of Greek
ἐκθύμασι — ἔκθυμα pustule neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθύματα — ἔκθυμα pustule neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)